ΤΑ ΜΟΡΦΩΜΑΤΑ ΤΟΥ ΑΣΥΝΕΙΔΗΤΟΥ ΚΑΙ Η ΛΑΚΑΝΙΚΗ ΘΕΩΡΗΣΗ ΤΟΥΣ

Το λακανικό σεμινάριο αναφορικώς με τα μορφώματα του ασυνειδήτου ξεκινά με μια αναφορά στο κείμενο “linstance de la letter”, στο οποίο ο Λακάν μιλά για τη μεταφορά και τη μετωνυμία. Η μετωνυμία αναφέρεται στη χρήση ενός οποιουδήποτε σημαίνοντος με σημασία άλλη από τη συμβατικά καθορισμένη. Αυτό γίνεται μέσα από ομοφωνία τους ή μέσα από σύνδεση των σημασιών τους. Στη μεταφορά έχουμε την αντικατάσταση ενός σημαίνοντος από μια άλλη σημασία, π.χ. Δειλινό της ζωής, γήρας. Κάνοντας χρήση των σχημάτων αυτών, ο Λακάν υπερβαίνει τις  γλωσσικές θεωρίες που στηρίζονται σε έννοιες, όπως είναι η προθετικότητα και η επικοινωνία κι επιχειρεί να εγκαθιδρύσει μια θεωρία της υποκειμενικότητας. Εδώ βρίσκεται η πρωτοτυπία του και η οποία αποτυπώνεται στην επεξεργασία ενός γραφήματος της επιθυμίας. Το σχήμα αυτό αποτελείται από δύο γραμμές που τέμνονται σε δύο σημεία και αναφέρεται σε δύο καταστάσεις του λόγου.

 

Ο Λακάν παίρνει τη φράση σαν την ελάχιστη ενότητα σημασίας, συμφωνώντας με τον γλωσσολόγο Μπενβενίστ. Ο Λακάν θεωρεί πως τα σημαίνοντα γλιστράνε επάνω στις σημασίες και οι τελευταίες διολισθαίνουν κάτω από τα σημαίνοντα. Στο σχήμα τώρα, η γραμμή που πηγαίνει από τα αριστερά προς τα δεξιά, είναι η αλυσίδα των σημαινόντων που αρθρώνονται στο λόγο, ενώ η άλλη γραμμή είναι αυτή της προθετικότητας του λόγου. Προκειμένου να εικονογραφήσει το σημείο αυτό, ο Λακάν θα αναφερθεί στο ευφυολόγημα και το ασυνείδητο του Φρόιντ.

Ο Λακάν προσεγγίζει το  Witz του Freud από τη σκοπιά της ζήτησης, δηλάδή από τον τρόπο που το σημαίνον χρησιμοποιείται για να εκφράσει μια ζήτηση. Η ζήτηση δεν απευθύνεται στο πρόσωπο που έχουμε απέναντι μας, αλλά σε κάποιον άλλο. Η παρέμβαση ενός τρίτου διαστρέφει όλο το σύστημα της ζήτησης-ανταπόκρισης σε αυτήν. Ο Λακάν θα μιλήσει για το υποκείμενο της επιθυμίας, το υποκείμενο μιας λανθάνουσας ζήτησης που βρίσκεται πίσω της. Εδώ τίθεται από τον Λακάν και η διάκριση ανάμεσα στη ζήτηση και την ικανοποίηση μιας ανάγκης, καθώς το σημαίνον της ζήτησης δείχνει ότι υπερβαίνει την ωμή ανάγκη.

Κατά τον Freud, η διέλευση της επιθυμίας μέσα από έναν κώδικα για να συσταθεί ως μήνυμα, δημιουργεί ένα κύκλωμα που εμμένει. Για τον Λακάν, η επιθυμία τοποθετείται και οργανώνεται σε ένα σύστημα σημαίνοντος, το οποίο έχει δημιουργήσει κι εγκαθιδρύσει ο Άλλος. Έτσι, η επιθυμία δεν βασίζεται σε καμιά βεβαιότητα. Το υποκείμενο ξέρει ότι έχει να κάνει με την επιθυμία του Άλλου και για αυτό και μεταμφιέζεται, προβάλλοντας κάτι αποδεκτό αντί για εκείνο που ζητείται πραγματικά .

Ο Λακάν κάνει λόγο για τρεις χρόνους της ζήτησης. Στον πρώτο χρόνο κάτι θέτει σε κίνηση τη σημαίνουσα αλυσίδα. Σε δεύτερο χρόνο η λεκτική άρθρωση δε φτάνει αυτούσια στον Άλλο, μα διαθλάται μέσα από ένα προσχηματικό αντικείμενο, το μετωνυμικό αντικείμενο. Στον τρίτο χρόνο και μετά τη διάθλαση της στο αντικείμενο, η λεκτική αλυσίδα συγκλίνει προς το μήνυμα, το οποίο παίρνει αμφίσημο χαρακτήρα. Ο Λακάν θα πει πως ένα αντικείμενο ισοδυναμεί με ένα άλλο και πως ένα υποκείμενο είναι ένας άλλος (βλ. τη λακανική θέση: το Εγώ είναι ο άλλος, καθώς η ετερότητα συγκροτεί την υποκειμενικότητα).

Ποιος είναι, όμως, ο Άλλος;

Ο Άλλος είναι ένας τόπος, εκεί όπου φωλιάζουν οι αναστολές, ενώ είναι κι ένας τόπος αλήθειας, πλούσιος σε αποθέματα μετωνυμιών. Ο Λακάν θα πει πως από τη στιγμή που ένα υποκείμενο αναφέρεται σε κάποιον άλλο, μέσα από τη σημαίνουσα γλωσσική αλυσίδα εγκαθιδρύεται μια υποκειμενικότητα, που αναφέρεται σε έναν τόπο αλήθειας, ενώ η διάσταση του Άλλου λειτουργεί αυτόνομα από μόνη της. Εάν λάβουμε σαν δεδομένο τη συνείδηση του υποκειμένου και την πρόθεση του πίσω από την ομιλία του, τότε παραγνωρίζουμε τη σχέση του υποκειμένου και του Άλλου ως τόπου αλήθειας. Ο Λακάν θα πει επ’ αυτού πως η καθήλωση στις προθέσεις συνιστά μια «παρανοϊκή γνώση». Η τεχνική του χιούμορ μας δείχνει πως να προσεγγίσουμε τον τρόπο του Άλλου μέσα στο υποκείμενο. Το υποκείμενο που έχουμε απέναντί μας δεν είναι απλά ένα πραγματικό ζωντανό ον, μα πρόκειται για έναν αμιγώς συμβολικό τόπο.

Στη συνέχεια ο Λακάν θα αναφερθεί στην πατρική μεταφορά, η οποία διαφωτίζει την κατάληξη του οιδιποδείου ως προς τη γενετήσια επιλογή. Για να αναδειχθεί το φύλο, αρσενικό ή θηλυκό, το υποκείμενο ενσωματώνει το ιδανικό του Εγώ, αναγνωρίζοντας τον πατέρα ως κάτοχο του φαλλού. Στο κορίτσι η αναγνώριση του πατέρα ως κατόχου του φαλλού οδηγεί στο να τον εκλάβει ως αντικείμενο, όταν η αναγνώριση από πλευράς του αγοριού δεν έχει την ίδια κατάληξη, αφού τότε θα οδηγούταν σε μια παθητική ομοφυλοφιλία. Η απάντηση του Λακάν σε αυτό είναι πως η ίδια η αναγνώριση του πατέρα κατόχου του φαλλού, συνιστά τον ευνουχισμό. Φυσικά προηγείται της φάσης αυτής μια άλλη, κατά την οποία το υποκείμενο δεν αποδέχεται μιαν έλλειψη στη μητέρα και επιθυμεί να είναι το παν για εκείνη (σ.σ. Ο φαλλός της μαμάς). Ο φαλλός δεν είναι ένα μερικό αντικείμενο, αλλά ένα φαντασιακό αντικείμενο με το οποίο το παιδί ταυτίζεται για να αρέσει στη μητέρα. Σύμφωνα με τον Freud το αγόρι βγαίνει από το οιδιπόδειο μέσω του ευνουχισμού. Για τον Λακάν το υποκείμενο μπαίνει στο οιδιπόδειο θέλοντας να είναι ο φαλλός της μαμάς. Το αγόρι βγαίνει μέσω του ευνουχισμού και το κορίτσι υπεισέρχεται ομοίως.

Ο Λακάν θα χρησιμοποιήσει την έννοια του double bind του Bateson (Μπέητσον),ο οποίος θέτει την αναγκαιότητα για σταθεροποίηση των σημασιών, για την οποία δεν επαρκούν ούτε οι σημασίες, μα ούτε και τα πρόσωπα. Οπότε μόνον το σημαίνον μπορεί να εγγυηθεί μια τέτοια σταθερότητα. Το κείμενο του Νόμου δεν βασίζεται στη σημασία, όπως δεν βασίζεται και στο πρόσωπο. Αντίθετα βασίζεται συμβολικά στο όνομα, δηλαδή στο Όνομα του Πατέρα και είναι ακριβώς η διάσταση του σημαίνοντος στον Άλλο που νομιμοποιεί τον κώδικα. Στην περίπτωση του Σρεμπέρ το σημαίνον δεν σημαίνει τίποτα εκτός από τη δυνατότητα της σηματοδότησης που έχει. Το μήνυμα δεν επικυρώνεται από κανένα εσύ, η θέση από την οποία επικυρώνεται η σημασία είναι άδεια.

Εν συνεχεία αναφέρεται η θέση των M.Klein και D.Winnicott, οι οποίοι υπερτονίζουν τη δύναμη του φαντασιακού, καταλήγοντας στο συμπέρασμα μιας ψυχωτικής κατασκευής της πραγματικότητας από πλευράς των υποκειμένων. Αντίθετα, για τον Freud η παραισθητική ανταπόκριση στην ανάγκη δεν είναι ανάδυση μιας φαντασιωτικής πραγματικότητας, μα πρόκειται για μια απόκριση στο επίπεδο του σημείου, δηλαδή του σημαίνοντος. Το σημαίνον τίθεται ήδη μέσα σε ένα δομημένο σύνολο συμβολικών σχέσεων. Επομένως στο παραλήρημα το ουσιώδες είναι η καθήλωση στη λεκτική παραίσθηση και όχι η ονειροφαντασία που το διακρίνει.

Εν προκειμένω και για να ολοκληρωθεί η διαλεκτική της  M.Klein, θα πρέπει να διευκρινιστεί αυτό που θεωρεί «εξωτερικό». Το εξωτερικό δεν είναι μια εσωτερική προβολή του υποκειμένου προς τα έξω, δεν εκκινεί από τις ενορμήσεις του, αλλά είναι η θέση, δηλαδή ο τόπος της επιθυμίας του Άλλου, εκεί ακριβώς όπου το υποκείμενο θα τον συναντήσει. Προς την κατεύθυνση αυτήν της επιβεβαίωσης του πρωτείου του σημαίνοντος κινείται και η ερμηνεία της φαντασίωσης «δέρνουν ένα παιδί». Όλα τα στάδια του μετασχηματισμού της φαντασίωσης μας δείχνουν πως συντίθενται από σημαίνοντα στοιχεία, τα οποία και δίνουν στη φαντασίωση τη συμβολική της διάσταση. Ένα δεύτερο κι εξίσου πολύ σημαντικό συμπέρασμα, που εξάγεται από τη φαντασίωση αυτήν, αναφέρεται στην ενόρμηση του θανάτου. Το υποκείμενο μπορεί και να αρνηθεί τη σύστασή του μέσα από το σημαίνον (βλ. τη σύνδεση ανεπιθύμητα παιδιά-αυτοκτονικές τάσεις).

Για τον Λακάν η επεξεργασία αυτή αποτελεί προοίμιο για μια γενική θεωρία της φαντασίωσης, όπου τα πρωταρχικά αντικείμενα «καλά ή κακά»  συμβολίζονται μέσα από τις σχέσεις ισοδυναμίας και υποκατάστασης. Εκεί η Μητέρα είναι το πρωταρχικό αντικείμενο που συμβολίζεται, ενώ η παρουσία και απουσία της αποτελούν για το υποκείμενο τα σημεία της επιθυμίας της. Η επιθυμία του υποκειμένου θα εξαρτηθεί από την επιθυμία της Μητέρας. Το σημαίνον του Πατέρα σημασιοδοτεί το σημαίνον σταθεροποιώντας τις σημασίες. Η διαμεσολαβημένη επιθυμία της Μητέρας σε αντιδιαστολή προς την τραυματική, θα επιτρέψει στο παιδί να συσταθεί στη θέση Ε ως Ιδανικό του Εγώ, διαφορετικά θα είναι επιρρεπές στη διαστροφή.

Στο συμβολικό αυτό τρίγωνο (Πατρικό σημαίνον, συμβολισμένο μητρικό αντικείμενο και Ιδανικό του Εγώ) αντιστοιχεί ένα τρίγωνο σε επίπεδο εικόνων. Η σχέση με τη συμβολική τριάδα εισάγει στις παραστάσεις του υποκειμένου έναν τρίτο όρο, που υπερβαίνει τη σχέση του εγώ με την κατοπτρική εικόνα του. Ο φαλλός έρχεται να σημάνει στο υποκείμενο την κεντρική έλλειψη του, την έλλειψη του Είναι. Ακόμα κι αν ο φαλλός τοποθετείται σε επίπεδο εικόνας, δεν παύει να είναι ένα σημαίνον. Το όνομα του Πατέρα σημασιοδοτεί όλο το σύστημα των σημαινόντων, εξουσιοδοτώντας την ύπαρξη τους. Πέρα από όλες τις σημασίες που ένα υποκείμενο μπορεί να δώσει στην επιθυμία του Άλλου, η επιθυμία αυτή-η έλλειψη, αντιπροσωπεύεται από ένα σημαίνον, το φαλλό. Τόσο στον άντρα, όσο και στη γυναίκα, ο ρόλος του φαλλού είναι συστατικό στοιχείο για την ένταξη στο φύλο και για την ύπαρξη. Ο φαλλός αποτελεί το θεμελιακό σημαίνον μέσα από το οποίο αναγνωρίζεται η επιθυμία ως τέτοια. Ο φαλλός είναι σημαίνον και όχι σημαινόμενο ή αντικείμενο.

Στην περίπτωση του κοριτσιού, όμως, τα δεδομένα του Freud  φαίνεται να αντιφάσκουν, σε σχέση με την κεντρική θέση του φαλλού. Παραδείγματος χάριν, τι είναι αυτό που το κορίτσι βιώνει όταν θηλάζει; Ο Λακάν αποφαίνεται πως κάποια σωματική συγκίνηση υπάρχει και σε αυτήν την περίπτωση και μάλλον μας δείχνει μέσα από μια σειρά από υποκαταστάσεις, μία ισοδυναμία μεταξύ του στομίου της διατροφής και του στομίου του αιδοίου. Ομοίως συμβαίνει και κατά την ανεπτυγμένη θηλυκή κατάσταση, όπου το αιδοίο φαίνεται απορροφά, αν όχι να πιπιλάει. Ο Jones έγινε ο θεωρητικός αυτής της θέσης, πιστεύοντας πως για λόγους αρχής δε μπορούμε να πιστέψουμε μια τέτοια παράκαμψη στο ζήτημα της γυναικείας σεξουαλικότητας. Ο Jones υποθέτει πως η πρωτοκαθεδρία του φαλλού σε μια ορισμένη εξελικτική φάση της γυναίκας, δεν είναι παρά μια άμυνα, μια παράκαμψη, όπως ακριβώς κείνη που συναντάμε στις φοβίες. Οπότε για τον Jones,η έξοδος από τη φαλλική φάση, μπορεί να εκληφθεί ως έξοδος από τη φοβία αυτήν, έχει τον ίδιο μηχανισμό με τη φοβία και υπάγεται στην τάξη αυτήν. Ο Λακάν σχολιάζει πως αυτή η φοβία συνιστά άμυνα απέναντι στις πρωταρχικές ενορμήσεις του παιδιού.

Ο Jones πλησιάζει έτσι στις θεωρίες της Klein αναφορικά με τον γαλακτοφόρο μαστό, τοποθετόντας τη μητέρα στη θέση εκείνης που μπορεί να συμπληρώσει τον εαυτό της με όλα εκείνα τα στοιχεία που το παιδί επιθυμεί. Έτσι, όμως, παραβλέπει το γεγονός πως, αποδίδοντας μία τέτοια ικανότητα στη μητέρα, το παιδί την αντιμετωπίζει σαν ένα ον επιθυμίας. Βάσει των εμπειρικών παρατηρήσεων της Klein  σε ένα πρώιμο οιδιπόδειο στάδιο, τα παιδιά αποδίδουν στο μητρικό σώμα εκτός των άλλων αντικειμένων και το πέος σαν κάτι πιο τέλειο και προσπελάσιμο από το μαστό. Επομένως τίθεται το ερώτημα τι σημαίνει για το παιδί αυτό το πέος και για τη μετέπειτα εισαγωγή του σε μια σημαίνουσα διαλεκτική.

Ο Jones υποθέτει ότι αρχικά το μικρό κορίτσι έχει ένα ενδιαφέρον για το δικό του όργανο και προσπαθεί να μας εξηγήσει το γιατί το κορίτσι απωθεί αυτό το ενδιαφέρον. Το φύλο της μικρής της προκαλεί μεγαλύτερο άγχος από ότι στο αγόρι, αφού το δικό της όργανο είναι εσωτερικό και πιο ασαφές. Σύμφωνα με τον Jones, το κορίτσι θα μετατοπίσει το άγχος αυτό που σχετίζεται με τις πρώτες στοματικές ή σαδιστικές ενορμήσεις, από το εσωτερικό του σώματός της στην κλειτορίδα, η παρουσία της οποίας είναι καθησυχαστική. Στη συνέχεια η ανάγκη επιβεβαίωσης της γυναίκας θα στρέφεται ολοένα και σε πιο εξωτερικά αντικείμενα, όπως είναι και η εξωτερική της εμφάνιση, πράγμα που της επιτρέπει να κατευνάζει το άγχος, μεταθέτοντάς το από το σημείο προέλευσης προς ένα αντικείμενο, παραγνωρίζοντας την αρχική αυτήν πηγή άγχους. Το πρωταρχικό αυτό απροσδιόριστο άγχος του κοριτσιού ισοδυναμεί με το άγχος ευνουχισμού στο αγόρι και το οποίο θα περάσει διάφορες παραλλαγές εώς ότου φτάσει στο φόβο της εγκατάλειψης, το ιδιαίτερο γνώρισμα που για τον Jones χαρακτηρίζει τη γυναικεία ψυχολογία. Οπότε για τον Jones, η φαλλική φάση στο κορίτσι αποτελεί μια παράκαμψη σε έναν ενστικτώδη κύκλο. Έπειτα η γυναίκα θα φτάσει στην κολπική τοποθέτηση του γυναικείου της φύλου.

Η θέση του Freud κατά τον Λακάν, είναι πως η σύνδεση με τη φαλλική φάση είναι μια υπόθεση της ενόρμησης, ενώ η ένταξη στη γυναικεία τοποθέτηση περνάει μέσα από μια λίμπιντο που έχει εγγενώς μια ενεργητική φύση, ενώ καταλήγουμε στη γυναικεία θέση όταν έρχεται η απογοήτευση. Οι μετασχηματισμοί και οι ισοδυναμίες που συντελούνται εκεί, σχετίζονται με το αίτημα προς τον πατέρα, ώστε να κάνει κάτι για να συμπληρώσει την επιθυμία της. Εδώ φτάνουμε στο φροϋδικό φθόνο του πέους, έννοια που παρουσιάζεται στο οιδιπόδειο με τρείς τρόπους. Κατά την αρχική φάση εμφανίζεται σαν φαντασίωση, σαν να ήταν πέος η κλειτορίδα. Αυτή η ευχή παραμένει για μεγάλο διάστημα. Σε δεύτερο χρόνο, αφορά το πέος του πατέρα ως επιθυμητό αντικείμενο και τέλος στην εξελικτική πορεία, το κορίτσι αναπτύσσει τη φαντασίωση να αποκτήσει ένα παιδί από τον πατέρα.

Ο Λακάν συσχετίζει τις τρεις αυτές φάσεις με τις τρεις παραλλαγές της έλλειψης, τον ευνουχισμό, τη ματαίωση και τη στέρηση. Η ματαίωση είναι φαντασιακή μα αφορά ένα πραγματικό αντικείμενο. Η στέρηση είναι πραγματική έλλειψη και αφορά ένα συμβολικό αντικείμενο, ενώ στον ευνουχισμό στο κορίτσι δεν υπάρχει κάποιο πραγματικό αντικείμενο. Όταν λοιπόν το κορίτσι απαρνηθεί την ελπίδα που έτρεφε, τότε έχουμε εκεί ακριβώς το ισοδύναμο του ευνουχισμού στο αγόρι. Μένει, όμως, το ερώτημα του γιατί το κορίτσι να περάσει από το οιδιπόδειο. Ο Λακάν τονίζει τη θέση του Freud, πως δεν έχει ένα συγκεκριμένο αντικείμενο η παιδική διεκδίκηση, δεν έχει κάποιο στόχο, απλά αυτό που το κορίτσι θέλει είναι το παν. Όταν αυτή η διεκδίκηση συναντήσει την αποτυχία, τότε αρχίζει να ομαλοποιείται η υποκειμενική τοποθέτηση του παιδιού. Ο Λακάν δεν εξηγεί περαιτέρω αυτήν την τοποθέτησή του, εντούτοις, όμως την χρησιμοποιούμε καθώς μας επιτρέπει να αρθρώσουμε το πρόβλημα με όρους αιτήματος και επιθυμίας.

Οπότε για τον Λακάν, ο φαλλός είναι το σημαίνον της έλλειψης, που δημιουργεί μιαν απόκλιση ανάμεσα στη ζήτηση και την επιθυμία. Ο φαλλός σημαίνει το αδύνατο ή το μάταιο της απαίτησης να είσαι το παν. Η αιμομιξία είναι αυτή που οριοθετεί το πεδίο της ζήτησης και επιβάλλει την ανταλλαγή. Όσον αφορά την πορεία της επιθυμίας, εκεί συναντάμε δύο δρόμους. Είτε που το παιδί θα διατηρήσει την επιθυμία του για τα πρωταρχικά αντικείμενα (πατέρας, μητέρα), είτε θα γίνει το παιδί το ίδιο ένα αντικείμενο στη ροή των ανταλλαγών, ώσπου κάποια στιγμή θα παραιτηθεί από τα πρωταρχικά αυτά αντικείμενα. Στην πρώτη περίπτωση η προσκόλληση αυτή επιμένει σε κάτι πέραν της αξίας των αντικειμένων αυτών, καθώς μιλάμε για μια ανταλλακτική αξία και τότε υπεισέρχονται και οι διαστροφές όπως και οι ανατροπές της επιθυμίας. Βάσει της λακανικής θεώρησης, ο φαλλός υπάρχει σαν τρίτο στοιχείο ακόμη και στην πιο πρωταρχική σχέση, αυτήν του παιδιού με τη μητέρα. Ο φαλλός ως αντικείμενο επιθυμίας της μητέρας, ο οποίος θέτει ένα ανυπέρβλητο όριο στην επιθυμία του παιδιού να αποτελεί το αποκλειστικό αντικείμενο της επιθυμίας της μητέρας. Αυτό ανοίγει το δρόμο σε μια σειρά λύσεων μέσα από ταυτίσεις στο πλαίσιο της τριάδας αυτής.

Όσον αφορά τη θεματική της ζήτησης και της επιθυμίας, συνάγονται τρεις θέσεις:

1. Η μορφή της επιθυμίας είναι αμφιλεγόμενη και ισοδυναμεί με τη μεταμφίεση που συναντούμε στο σύμπτωμα και τα όνειρα.

2. Η ερμηνεία που προσπαθεί να εντοπίσει ένα ποθητό αντικείμενο, παραγνωρίζει την ίδια τη επιθυμία, αφού δεν πρόκειται για ένα αντικείμενο. Αντίθετα, η επιθυμία είναι επιθυμία της έλλειψης και παραπέμπει σε μιαν άλλη επιθυμία, στον Άλλο.

3. Η επιθυμία προσδιορίζεται από αυτό που είναι ποθητό πέρα από κάθε ικανοποίηση.

Ο Λακάν θα πει σχετικά πως η εκκεντρότητα της επιθυμίας απέναντι σε κάθε ικανοποίηση, μας δείχνει τη βαθιά της συγγένεια με την οδύνη της υπάρξεως. Η τοποθέτηση αυτή της επιθυμίας σε ένα σημείο που βρίσκεται επέκεινα κάθε ικανοποιήσεως της ζήτησης μας επιτρέπει να συλλάβουμε τα δύο επίπεδα του γραφήματος, όπου το οριζόντιο είναι το επίπεδο του σημαίνοντος, δηλαδή της Άλλης σκηνής, ενώ το κάθετο κομμάτι αποτελεί το επίπεδο των εικόνων και στο οποίο «ενσαρκώνεται» το μετωνυμικό αντικείμενο. Στη συνέχεια του σεμιναρίου αυτού, ο Λακάν υπογραμμίζει κάποιες παρατηρήσεις σχετικά και με τη φαλλική λειτουργία στον άντρα και τη γυναίκα. Πιο συγκεκριμένα, όταν η γυναίκα εμφανίζεται ως γυναίκα, ταυτίζεται με λανθάνοντα τρόπο με το φαλλό. Αυτό έχει σαν αποτέλεσμα την αποξένωση του Είναι της από το φαίνεσθαι. Στην περίπτωση του άντρα, η μεταμφίεση παρεμβαίνει στο επίπεδο της ικανοποίησης. Έτσι ταυτίζεται με τον πατέρα, που εξ ορισμού είναι εκτός ευνουχισμού, σε μια προσπάθεια αποφυγής του ευνουχισμού. Στο επίπεδο της επιθυμίας, ο άντρας ψάχνει την ικανοποίηση του στη γυναίκα. Καθώς, όμως, εκείνη του ξυπνά τον πρωταρχικό φόβο του ευνουχισμού, αρχίζει να αναζητά και πάλι τον φαλλό. Δεν τον βρίσκει εκεί που τον ψάχνει και τον αναζητά αλλού. Η θέση αυτή εξηγεί και τις πολυγαμικές τάσεις του άντρα. Στον άντρα λοιπόν, ο φαλλός βρίσκεται εκτός του πεδίου της επιθυμίας, δηλαδή στο εξωτερικό του πεδίου της. Για τη γυναίκα, αντίθετα, ο φαλλός βρίσκεται εντός του πεδίου της επιθυμίας.  

Αναφορικά με την επιθυμία, αυτή παράγεται μέσα στο χάσμα που η ομιλία δημιουργεί στη ζήτηση. Εξετάζοντας τις περιπτώσεις της υστερίας και της εμμονής, παρατηρούμε και τις διαφορές της επιθυμίας κατά περίπτωση. Στην υστερία έχουμε μιαν ανικανοποίητη επιθυμία και μιαν υπαγωγή στη ζήτηση. Το ζήτημα δεν είναι τι θέλει η υστερική, μα τι θέλει ο Άλλος. Η υστερική επιθυμία συναντά δυσκολίες στη σύναψη σχέσεων με τον Άλλο, έτσι που ο τελευταίος να διατηρήσει τη θέση του ως υποκείμενο. Στην περίπτωση του ψυχαναγκαστικού, υπάρχει και εκεί ανάγκη για μια επιθυμία ανικανοποίητη, πέραν εκείνου που μπορεί να αρθρωθεί στη ζήτηση. Ωστόσο, προκειμένου να αντιμετωπίσει την έλλειψη της επιθυμίας, η τελευταία θεωρείται ως απαγορευμένη. Για να στηριχθεί στον Άλλο όσο και από εκείνον, βασίζεται στην απαγόρευση από αυτόν και συγκεκριμένα από την άρνηση του.

Προς το τέλος του σεμιναρίου, ο Λακάν αναφέρεται στην παλινδρόμηση, εξηγώντας πως εκεί το υποκείμενο αρθρώνει τη ζήτηση του με όρους που μας επιτρέπουν να αναγνωρίσουμε μια σχέση στοματική, πρωκτική ή γενετήσια (φαλλική) με κάποιο αντικείμενο. Εάν τέτοιες σχέσεις άσκησαν αποφασιστική επιρροή στην εξέλιξη του υποκειμένου, αυτό οφείλεται στο ότι κάπου σε ένα ορισμένο στάδιο, οι παραπάνω σχέσεις αρθρώθηκαν από τη λειτουργία του σημαίνοντος. Για τον Λακάν η παλινδρόμηση είναι της τάξεως των σημαινόντων, κάτι που λύνει το πρόβλημα της μεταβίβασης με το οποίο πονοκεφαλιάζουν οι αναλυτές, αν είναι δηλαδή η μεταβίβαση απαραίτητη για να τελειώσει μιαν ανάλυση. Για τη λύση του προβλήματός αυτού, ο Λακάν μας παραπέμπει στις δυο γραμμές του γραφήματος της επιθυμίας. Στη μία περίπτωση η ζήτηση αρθρώνεται με την ανάγκη, ενώ στην άλλη ως αίτημα αγάπης. Οι δυο αυτές γραμμές ουσιαστικά συνιστούν μία μονάχα γραμμή. Η εμφάνιση παλινδρομητικών σημαινόντων στο επίπεδο της μεταβίβασης, επιτρέπει μιαν άρθρωση που δεν αιχμαλωτίζει το υποκείμενο στη ζήτηση του.

Συνεχίζοντας ο Λακάν διακρίνει την υποβολή από τη μεταβίβαση με βάση την προαναφερθείσα διάκριση της ζήτησης από την επιθυμία, της ανάγκης από την αγάπη. Ο αναλυτής μπορεί να μην αποκρίνεται στη ζήτηση του αναλυόμενου, αλλά στην πραγματικότητα, αποκρίνεται μέσα από την ίδια τη θέσμιση της ανάλυσης, κάτι που έχει σαν συνέπεια την υποβολή. Η εμφάνιση, όμως, παλινδρομητικών σημαινόντων στο επίπεδο της μεταβίβασης, επιτρέπει μιαν άρθρωση που δεν αιχμαλωτίζει το υποκείμενο στη ζήτηση του. Η ταύτιση με τα εμβλήματα του Άλλου παράγεται στο επίπεδο της υποβολής. Αν ένας λιβιδινικός δεσμός οδηγεί σε ταύτιση, η τελευταία μπορεί να θεωρηθεί ως παλινδρόμηση σύμφωνα και με τον Freud. Αυτό οφείλεται στην αμφιταλάντευση ανάμεσα στη γραμμή της μεταβίβασης και της υποβολής. Ωστόσο, η ανάλυση της υποβολής θα ήταν αδύνατη αν η μεταβίβαση δεν ήταν ήδη μια ανάλυση της υποβολής. Έτσι καταλαβαίνουμε τον ισχυρισμό του Λακάν, πως αυτό που τελικά ανθίσταται στην υποβολή είναι η επιθυμία.

Εάν η επιθυμία είναι μια σημαίνουσα λειτουργία και τα στοιχεία που τη συγκροτούν είναι σημαίνοντα, τότε και η ίδια είναι αποτέλεσμα του σημαίνοντος. Όλη η θεωρία της πατρικής μεταφοράς καταδεικνύει την υπαγωγή της επιθυμίας στο Νόμο του σημαίνοντος. Εδώ ο Λακάν υπενθυμίζει για ακόμη μια φορά τους κινδύνους που συνεπάγεται ο αποκλεισμός του ονόματος του Πατέρα, όπως το παρατηρούμε στην ψύχωση. Το όνομα του πατέρα υποκαθιστά την ανεξιχνίαστη επιθυμία της μητέρας, εγκαθιδρύοντας την ως έλλειψη που δεν μπορεί να ικανοποιηθεί. Έτσι μετασχηματίζει τη στέρηση σε ευνουχισμό και καθιστώντας την επιθυμία του υποκειμένου ως ένα ζήτημα που αφορά το ίδιο του το Είναι και που θα επιλυθεί μέσω ταυτίσεων με ιδανικά.

Ολοκληρώνοντας, ο φαλλός ως όργανο αρχικά δεν είναι τίποτε άλλο από το σημείο μιας σωματικής διέγερσης, αλλά δεν εκπίπτει το ίδιο εύκολα με τα άλλα στοιχεία που απέκτησαν σημασία μέσα από τη ζήτηση. Έτσι ο φαλλός γίνεται το προνομιακό σημαίνον της σχέσης με τον Άλλο του Άλλου και καθίσταται κεντρικό σημαίνον στο ασυνείδητο. Το υποκείμενο δεν είναι ο φαλλός, αλλά πρέπει να πάρει τη θέση του φαλλού στη σημαίνουσα άρθρωση. Αυτή η θέση είναι μια θέση ελλείψεως και συμβολίζεται ως S (A) ΔΙΑΓΡΑΜΜΕΝΟ Α, δηλαδή ως το σημαίνον της ελλείψεως  στον Άλλο. Ο Λακάν θα πει πως μονάχα μια τέτοια άρθρωση μας επιτρέπει να συλλάβουμε το ιδεώδες που έθεσε ο Freud,  “Wo Es warsoll Ich warden””.