Η ΚΑΤΑΣΤΡΕΠΤΙΚΗ ΥΠΑΚΟΗ ΣΤΟΝ MILGRAM
Ο ρόλος της στη γένεση της βίας και η χρήση της στην πολιτική
Μια άλλη ματιά
Ιούλιος 1961. Τρεις μόλις μήνες μετά από την έναρξη της δίκης του Adolf Eichmann, ο Stanley Milgram θα ξεκινήσει το πιο διάσημο πείραμά του, μελετώντας την καταστρεπτική υπακοή. Είναι καθηγητής στο πανεπιστήμιο του Yale και έναν χρόνο πριν, είχε ανακηρυχθεί διδάκτωρ από το πανεπιστήμιο του Harvard, με αντικείμενο την κοινωνική ψυχολογία. Το ερώτημα της υπακοής είναι παλαιό, όσο και η ιστορία όπου ο Θεός διατάζει τον Αβραάμ να σκοτώσει τον γιο του. Που είναι τα όρια και κυρίως πως και γιατί; Σκοπός του είναι η κατανόηση και όχι η ηθική κριτική. Η επιστήμη απαιτεί εμπειρική θεμελίωση που περνά από το αφηρημένο στο ειδικό, δηλαδή στην προσεκτική παρατήρηση σε πολύ συγκεκριμένες συνθήκες. Το παράδειγμα του εργαστηρίου είναι ζωντανό, έντονο και αληθινό.
Υπόθεση: υπάρχει, όμως, σχέση ανάμεσα σε ό,τι παρατηρήθηκε από τους ερευνητές στο εργαστήριο και στις μορφές εντολών, που οδήγησαν στις θηριωδίες των Ναζί; Πώς μεταμορφώνεται κάποιος που δεν θα πείραζε ούτε κουνούπι στην ατομική του ζωή, σε έναν σφαγέα εκτελώντας εντολές;
Το πείραμα επιτρέπει στον ερευνητή να δημιουργήσει ειδικές συνθήκες, που διαφέρουν από την ηθική επιλογή σε πραγματικό χρόνο. Το σημαντικό στην εν λόγω συνθήκη, σχετίζεται με την ανάληψη των εννοιών της εξουσίας και την ερμηνεία τους σε υποκειμενική εμπειρία. O Milgram θα πει πως « οι αριθμοί, η κλίμακα και το πολιτικό πλαίσιο, μπορεί να είναι σχετικά ασήμαντα, όσο κάποια αναλογικά χαρακτηριστικά είναι κοινά και παραμένουν υψίστης σημασίας. Η ουσία της υπακοής είναι η ίδια και συνίσταται στο γεγονός όπου κάποιος γίνεται το όργανο που εκτελεί τις επιθυμίες κάποιου άλλου, κι έκτοτε δεν αξιολογεί εαυτόν ως υπαίτιο για τις εν λόγω πράξεις που διαπράττει». Η υπακοή κάποτε παίρνει χαρακτήρα συνεργασίας, λόγω εγγύτηγτας ή συμπάθειας, ενώ όταν υπάρχει απειλή ή τιμωρία, τότε ακολουθείται λόγω φόβου. Στο πείραμα αυτό όλοι συμμετέχουν με δική τους θέληση και δίχως να εμπλέκονται απειλές ή τιμωρίες.
Το πείραμα
Στη βασική εκδοχή υπάρχει ο πειραματιστής, ο οποίος δίνει εντολές σε ένα μη υποψιασμένο υποκείμενο, να χορηγήσει ένα ηλεκτροσόκ σε ένα άλλο υποκείμενο, το θύμα. Το ένα υποκείμενο είναι στο ρόλο του θύματος ως μαθητής που ο δάσκαλος πρέπει να του μάθει μια σειρά από λέξεις. Για κάθε λάθος απάντηση που δέχεται ή σε απουσία απάντησης, ο δάσκαλος, εκτελεί εντολές από τον πειραματιστή να χορηγεί ένα ηλεκτροσόκ. Στο δωμάτιο υπάρχει ένας προσομοιωτής, ενός μηχανήματος που χορηγεί ηλεκτροσόκ και η τάση του ξεκινά από τo 0 και ξεπερνά τα 450 Volts. Κάθε φορά που ο δάσκαλος χορηγεί στον μαθητή ένα ηλεκτροσόκ, η τάση αυξάνει κατά 15 Volts αντίστοιχα και αθροιστικά. Η κλίμακα αναγράφει τις τάσεις, κυλιόμενη από το Ελαφρύ Σοκ στο Επικίνδυνο και Αυστηρό Σοκ, συμβολισμένο με τρία κεφαλαία ΧΧΧ.
Ο πειραματιστής πιέζει το υποκείμενο – δάσκαλο να χορηγεί ολοένα και πιο αυξανόμενες τάσεις ηλεκτροσόκ. H συνεργασία του υποκειμένου να αυξάνει τα ηλεκτροσόκ, εκλαμβάνεται ως υπακοή. Όταν το υποκείμενο αρνείται να συνεχίσει περαιτέρω, τότε χαρακτηρίζεται ως ανυπακοή. Το θύμα είναι δεμένο σε μία καρέκλα που μοιάζει με κείνη των μελλοθανάτων στη φυλακή, είναι δεμένο από το ένα χέρι, ενώ στο άλλο έχει περασμένα ηλεκτρόδια. Η σύγκρουση του θύτη ξεκινά, όταν ακριβώς το θύμα παραπονιέται, πως βιώνει δυσφορία. Στα 75 volts το θύμα σχεδόν γρυλίζει. Στα 120 παραπονιέται λεκτικά. Στα 150 απαιτεί να ελευθερωθεί από το πείραμα. Οι διαμαρτυρίες του εντείνουν προοδευτικά, όσο αυξάνει η τάση των ηλεκτρικών εκκενώσεων που δέχεται, συναισθηματικά, ορμικά και ενστικτωδώς. Στα 285 volt πλέον, οι αντιδράσεις του περιγράφονται εξαιρετικά αγωνιώδεις, ενώ σε κάποια στιγμή πετάγεται από τη θέση του και προσκρούει στον τοίχο απέναντι του, κάνοντας έναν πολύ βαρύ γδούπο. Για το υποκείμενο – δάσκαλο, η δοκιμασία αυτή δεν είναι παιχνίδι.
Η ένταση και οι συγκρούσεις είναι πραγματικές, έντονες και εμφανείς. Σε κάθε δισταγμό από πλευράς του, ο πειραματιστής τον επαναφέρει στη συνθήκη, υπενθυμίζοντας του ότι πρέπει να συνεχίσει. Προκειμένου να αποφύγει την όλη διαδικασία το υποκείμενο πρέπει να έρθει σε ρήξη ανοιχτά με τον πειραματιστή. Σκοπός του πειράματος ήταν να ανακαλύψουν πότε και πώς οι άνθρωποι, θα προκαλούσαν την εξουσία καταπρόσωπο, μέσα από μια σαφή, ηθική επιταγή. Πώς συμπεριφέρεται ένα υποκείμενο Χ, όταν το υποκείμενο Ψ το διατάζει να ασκήσει βία σε ένα τρίτο υποκείμενο Υ; Τι συμβαίνει όταν αυτές οι εντολές έρχονται από μια νομιμοποιημένη εξουσία;
Αυτό που είναι εντυπωσιακό σχετίζεται με την προθυμία των υποκειμένων να συνταχθούν με τις εντολές του πειραματιστή, Παρά το γεγονός πως βιώνουν κατά την διαδικασία έντονο άγχος, ψυχική και συναισθηματική σύγκρουση, ενώ κάποιοι διαμαρτύρονται έντονα, εντούτοις μια ουσιαστική πλειοψηφία συνεχίζει μέχρι να χορηγήσει και το τελευταίο στην κλίμακα σοκ, δηλαδή πέραν του τριακοστού ηλεκτροσόκ και με τάση που υπερέβαινε τα 450 volts. Το 65% των υποκειμένων συνεχίζουν μέχρι και το τέλος, φθάνοντας να χορηγήσουν σοκ 450 volts, 95% συνεχίζουν πέραν των 150 Volt και μόνο το 5% αρνείται να συνεχίσει.
Η μόνη περίσταση κατά την οποία μειώθηκε η υπακοή αισθητά, ήταν στην περίπτωση που του θύμα βρισκόταν στον ίδιο χώρο και πολύ κοντά στο ένα μέτρο από τον θύτη. Στην παραλλαγή αυτήν 1 στους 4 υπάκουσαν μέχρι τέλους, το μόνο χαμηλό σημαντικά ποσοστό. Σε μια παραλλαγή της συνθήκης, όταν ο δάσκαλος δεν πιέζει εκείνος τον μοχλό, αλλά ένας συνεργάτης, τα ποσοστά υπακοής εκτινάχθηκαν στο 95%! Αυτό δημιούργησε μία βεβαιότητα για τον Milgram πως εάν κάποτε άνοιγαν ναζιστικά στρατόπεδα ακόμη και στην Αμερική, τότε σίγουρα δεν θα έμεναν ποτέ από προσωπικό… Γιατί,όμως, συνέβαινε αυτό; Εάν αυτό μπορεί να ισχύσει γενικευμένα, τότε η υπακοή δεν είναι μόνον καταστροφική, αλλά αμετάκλητη και φυσικά οι ωμότητες και η βία που φέρει σαν αποτέλεσμα, δεν θα αποτελούν ποτέ μόνο παρελθόν.
Διότι εάν ένα πείραμα προκαλεί τέτοια αποτελέσματα υπακοής, τότε μια πολιτική δύναμη σε επίπεδο εξουσίας τι είναι ικανή να κάνει; Θα μπορεί πολύ άνετα να χρησιμοποιεί τη βία, που απλόχερα θα παράγουν υποκείμενα, εμπλεγμένα σε ένα συγκεκριμένο πλαίσιο πολιτικής πράξης. Καθόσον η οποιαδήποτε μορφή βίας θα αποσυνδέεται, συνειδησιακά από το ίδιο το δρων υποκείμενο, εφόσον η ευθύνη θα αποδίδεται είτε απρόσωπα, είτε εμπρόσωπα σε κείνον που δίδει τις εντολές. Η συνθήκη όπου κάποιος χάνει τη συνείδηση της πράξης του και γίνεται απλώς ο εκτελεστής, δηλαδή ο πράκτορας της δράσης κάποιου άλλου, αυτή είναι ακριβώς η καταστρεπτική υπακοή. Η οποία δεν εξηγείται απλώς ως η απάντηση σε κάποια εντολή, ούτε ως εκμαθημένη συμπεριφορά.
Ο Milgram αποπειρώμενος να εξηγήσει το φαινόμενο αυτό θα καταλήξει στην ιεραρχική δομή, όπως αυτή εκλαμβάνεται στην εξελικτική διάσταση της φυσικής επιλογής για κάθε έμβιο ον. Μιλά για την τάση προς συσπείρωση σε ομάδες και με την αναντίρρητη αξία της για την επιβίωση. Στα ζώα είναι άμεσα φυσικά κυριαρχική η ιεραρχία, ενώ στον άνθρωπο είναι πλέον συμβολικής φύσεως, αφού οι δομές της εξουσίας διαμεσολαβούνται από το συμβολικό. Οπότε η φυσική επιλογή είχε λειτουργήσει με την υπακοή και αυτή επέτρεψε και την κοινωνική ανάπτυξη, ακριβώς επειδή και η κοινωνική οργάνωση είναι σημαντική για την επιβίωση των ειδών.
Για τη στήριξη της υπόθεσής του θα ανατρέξει και στην κυβερνητική, την επιστήμη της ρύθμισης και του ελέγχου. Οι αλλαγές που προκύπτουν στον εξελικτικό σχεδιασμό ενός όντος, που από την αυτόνομη λειτουργία εισέρχεται σε μια λειτουργία εντός μιας κοινωνικής δομής, καθιστούν το αυτόνομο ένα αυτόματον που λειτουργεί ως συστατικό ενός συστήματος, παρά σε σχέση με τον εαυτό και τη συνείδησή του. Επειδή, όμως, τα αυτόματα χρειάζονται και κάποιον αναστολέα, προκειμένου να μην υπάρχει ο κίνδυνος της αμοιβαίας καταστροφής τους, ο Milgram θα επιλύσει αυτήν την αδυναμία της θεωρίας του δίνοντας τον ρόλο αυτόν στο φρουδικό υπερεγώ και στη συνείδηση. Η τελευταία μπορεί να ιδωθεί ως μια ειδική περίπτωση της γενικότερης αρχής κάθε αυτορυθμιζόμενου αυτόματου, να έχει έναν αναστολέα ελέγχου των πράξεων ενάντια στο είδος του.
Για τον Milgram η καταστρεπτική υπακοή έχει σαν βάση το πρότυπο των αυτομάτων, που όταν μπαίνουν σε ιεραρχική λειτουργία απαιτούνται αλλαγές στην εσωτερική δομή των στοιχείων. Οι αλλαγές αυτές αποτελούν τις απαιτήσεις του συστήματος και συνεπάγονται κατάπνιξη του τοπικού ελέγχου προς όφελος της συνοχής του συστήματος. Έτσι το άτομο διατηρεί τη συνείδησή του όταν λειτουργεί ατομικά, αλλά όντας σε ιεραρχική λειτουργία όταν υπεισέρχεται σε μια οργανωτικού τύπου συνθήκη και ειδικότερα όταν δέχεται εντολές, διαμεσολαβείται μεν, αλλά λειτουργεί σαν πράκτορας που εκτελεί απλά την επιθυμία κάποιου, κάτι που ενισχύεται με τη φυσική παρουσία. Αυτό που είναι η προυπόθεση της υπακοής είναι ό,τι ο Milgram ονομάζει κατάσταση του πράκτορα (agentic state), συνθήκη στην οποία εμπλέκεται λειτουργώντας σε ένα συγκεκριμένο πλαίσιο, από το οποίο αποπειράται να απεμπλακεί, εκτελώντας την εντολή και μειώνωντας έτσι τις εσωτερικές συγκρούσεις του.
Το μοντέλο αυτό του αυτοματισμού λειτουργίας μέσα σε ιεραρχικά εξελιγμένες δομές, αναλογικά διατηρεί ομοιότητες σε τρομερά σημαντικό βαθμό ανάμεσα στις πειραματικές συνθήκες στο εργαστήριο και στο ιεραρχικά οργανωμένο, πλαίσιο λειτουργίας και εντολών, από νόμιμες εξουσίες, όπως υπήρξε αρχικά εκείνη των Ναζί στη Γερμανία. Επιπρόσθετα στην κατάσταση του πράκτορα επενεργούν δυνάμεις, που συγκρατούν τα στοιχεία μεταξύ τους ιεραρχικά. Ανάμεσα τους συναντούμε φόβο, μια επανάληψη που καθιστά αδιάφορες τις πράξεις μέσα από την επανάληψη της, το άγχος, παράγοντες δέσμευσης, όπως η εθελούσια συμμετοχή, και η υπόσχεση. Ακόμη πλήθος κοινωνικών παραγόντων, όπως το κύρος και η νομιμότητα της εξουσίας, η γνώση και η αυθεντία της εξουσίας, έννοιες καθημερινές και τετριμμένες όπως καθήκον, δουλειά, ευθύνη κλπ. Όλα αυτά είναι στοιχεία που κρατούν τα άτομα σε κατάσταση του πράκτορα και καθίστανται επικίνδυνα σε ειδικές πολιτικές συνθήκες μέσα από μια δομή αυστηρά ιεραρχική που απενεργοποιεί το υποκείμενο προς όφελός της…
Ο Milgram υπερτονίζει τα μετρήσιμα μεγέθη και χαρακτηριστικά, έναντι των ποιοτικών στοιχείων του ψυχισμού. Στα πλαίσια αυτά δεν μας εξηγεί πώς δρα η έννοια της νόμιμης εξουσίας, ούτε η συμβολική διάσταση, την οποία αναφέρει στη θεωρία της υπακοής. Ακόμη χρησιμοποιεί έννοιες δομικού αυτοματισμού, που θα μπορούσαμε να αναφέρουμε πολλά και σε επίπεδο ψυχικού αυτοματισμού, όπως είναι η λειτουργία της επανάληψης την οποία είχε ήδη επισημάνει νωρίτερα ο Φρόυντ, τον οποίο κι επικαλείται εν αδυναμία άλλης επιχειρηματολογίας. Επιπρόσθετα εμπλέκει και την έννοια της έλλειψης σε επίπεδο κυτταρικό, προκειμένου να στηρίξει μια ορμικού τύπου αυτοματοποίηση. Τέλος, καταλήγει στην έννοια της συνθήκης του πράκτορα, την οποία απλώς χρωματζίζει περί-γράφοντας και δεν την ερμηνεύει παρά μόνον ως αυτοματισμό… Όλο το έργο του αναλύει την υπακοή με ψυχολογισμούς, αλλά εν τέλει το επικυρώνει κυβερνητικά, εφόσον μια αναγωγή σε βιολογίζουσες ορμές, φέρεται ως η πλέον ενδεικτική για ποσοτικοποίηση.
Επικαλείται κοινωνικούς και υποκειμενικούς παράγοντες, μιλά για έναν συνδυασμό τους στην κατάσταση της υπακοής, αλλά δεν υπεισέρχεται στην αναλυτική επεξήγησή τους. Θέτει ζητήματα αναλογίας βιολογικής και ψυχικής δομής, κάτι που επεχείρησε κι ο Φρόυντ, αλλά δεν ασχολείται καθόλου με το τι μπορεί να συμβεί μέσα από την υποκειμενική σκοπιά, αφού δεν υπάρχει περιθώριο ελεύθερης πράξης. Τα αποτελέσματα της έρευνας τα θεωρεί ωσάν να είναι αμετάβλητα, αφού υπερβαίνουν το υποκείμενο. Μιλά για την υπακοή σε φυσικά πρόσωπα, εκεί όπου η ηθική συνείδηση εμπλέκεται στα πλοκάμια της περίστασης ως ανίσχυρη, έναντι της δομής, μιας βιολογικής ιεραρχίας που δεν υπερκερνάται από το άτομο. Σε αυτά τα πλαίσια θέτει τη συνθήκη κυρίου και δούλου να λειτουργεί αφεαυτής, ως σχήμα που δεν σχετίζεται με κανέναν ψυχισμό. Όσο κάποιος θα δίνει εντολές, κάποιος θα υπακούει, δεν είναι ζήτημα θέσης, αλλά συνθήκης…
Η έννοια της αυτοματοποίησης θα ταίριαζε και με την έννοια των ορμών, όπως την παραθέτει ο Φρόυντ. Άλλωστε θα πει σχετικά, πως: «τίποτε φυσικά δεν αποκλείει την υπόθεση, ότι οι ίδιες οι ορμές, τουλάχιστον εν μέρει, είναι κατασταλάγματα επιδράσεων των εξωτερικών ερεθισμάτων που στην πορεία της φυλογένεσης επέβαλαν μεταβολές στη ζωντανή ουσία». Οι ψυχικοί μηχανισμοί υπόκεινται στην αρχή της ηδονής, οριζόμενες από ηδονή – δυσαρέσκεια. Υπάρχει το ζεύγος των αντιτιθεμένων Έρως και Θάνατος. Ακόμη, στόχος της ορμής είναι πάντοτε η ικανοποίηση, η οποία επιτυγχάνεται με την άρση της κατάστασης ερεθισμού στην πηγή της ορμής. Επίσης υποδεικνύει ως ορμικά πεπρωμένα των σεξουαλικών ορμών, την αντιστροφή στο αντίθετο, την στροφή εναντίον του εαυτού, την απώθηση και τη μετουσίωση. Ειδικά η αντιστροφή αφορά μόνο τους στόχους της ορμής: «βασανίζω, κοιτάζω, στο ενεργητικό, στο δε παθητικό, βασανίζομαι, με κοιτάζουν, βασανίζω – βασανίζομαι, βλέπω – βλέπομαι».
Όταν ο Milgram αναφέρει την κατάσταση του πράκτορα, ουσιαστικά μας μιλά για την αποφυγή της δυσαρέσκειας του υποκειμένου που εμπλέκεται στην περίσταση. Εκεί ακριβώς βρίσκει το νόημά της και η έννοια των ορμικών συστημάτων που περιγράφονται φρουδικά. Ωστόσο η έννοια αυτή εξελίσσεται κι από τον Λακάν, ο οποίος θα προτείνει τις μερικές ορμές, θα υποστηρίξει το μοντέλο της επανάληψης, μέσα από την κυκλική τοξοειδή ανα-παραγωγή του τόρου ή τόξου ηρακλείτια και θα τις συνδέσει με την απόλαυση. Η απόλαυση, ακόμη και στην διαλεκτική κυρίου και δούλου δεν είναι προνόμιο του κυρίου, αλλά του δούλου, η πληρότητα ανήκει μάλλον πιότερο του δούλου που αυτό – νομείται διαμέσου της πράξης. Σε ασυνείδητο επίπεδο και πέρα από το φαινομενολογικό, ο δούλος είναι εκείνος που γνωρίζει, κι η γνώση συνδέεται με την απόλαυση και την εξουσία. Το ζήτημα είναι πως θα γίνει η σύζευξη, της δομής με το υποκείμενο που υποτίθεται ότι ξέρει, καθώς το υποκείμενο είναι πάντα υπό και πάντοτε ελλιπές, πρόκειται για έναν σχοινοβάτη.
Η απόλαυση καθώς και η γνώση, ανήκουν εν τέλει στον δούλο, κι όχι στον κύριο, καθώς ο πρώτος γνωρίζει κι εκτελεί τις πράξεις, εμπλέκεται ουσιαστικά στην διαδικασία. Μέρος της απόλαυσης είναι να μην θέλει να ξέρει και να υποθέτει πως ο κύριος γνωρίζει κι επομένως είναι υπεύθυνος εκείνος. Υποκείμενο. Αυτό θυμίζει εδώ η θέση του Milgram, όπου ο πράκτορας δεν είναι κάτι άλλο παρά το όργανο εκτέλεσης της επιθυμίας του άλλου, μια θέση την οποία ο Λακάν συνοψίζει ως : «η επιθυμία είναι επιθυμία της επιθυμίας του Άλλου». Για να γίνει κατανοητό αυτό, θα πρέπει να επισημανθεί πως το υποκείμενο στη λακανική θεώρηση, είναι το επιτέλεσμα του σημαίνοντος κι επομένως δεν κυριαρχεί επάνω στη γλώσσα, αλλά είναι δέσμιος της, υπό-κειται, εν-(μ)πλέκεται μέσα σε μια γλωσσική σημαίνουσα και σημαινόμενη άρθρωση που από-λαμβάνει εξ-ορισμού. Το Συμβολικό επομένως είναι αυτό που καθορίζει την απόλαυση, είτε αφεαυατής της, για το πώς θα είναι, είτε μέσα από το σύμπτωμα.
Για αυτόν ακριβώς το λόγο, το Συμβολικό κυριαρχεί επάνω στο Φαντασιακό και το Πραγματικό. Η απόλαυση και το σύμπτωμα, εμπίπτουν έτσι στην επικράτεια του Συμβολικού. Πώς θα γίνει να είναι το υποκείμενο δίχως να υπό-κείται σε εντάλματα πληρωμής από τον μεγάλο Άλλο; Εκεί υπεισέρχεται και η δυναμική των εντολών που ακολουθούνται τυφλά από τα υποκείμενα, έτσι όπως τα περιγράφει κι ο πειραματιστής εδώ. Δεν μιλούμε για αφάνιση του υποκειμένου, όπως την περιγράφει να ολισθαίνει μέσα στο συλλογικό ο Milgram, αλλά για την ανάδυση του και την ανάληψη θέσης από πλευράς του. Κάτι σαν υπό-κείμενο-ποίηση, μέσα από ένα πέρασμα, στην αντίπερα όχθη διαμέσου της φαντασιακής κουρτίνας. Αυτό συμβαίνει μέσα από τη συμβολική διαμεσολάβηση και η θέση δεν υπαγορεύεται από επαναληπτικούς αυτοματισμούς.
Υπάρχει η δυνατότητα για απεμπλοκή από τη συνθήκη του πράκτορα και αυτό καθίσταται δυνατό μέσα από τη δυναμική διάσταση του Λόγου και της συμβολικής διαμεσολάβησης. Το θέμα είναι να δούμε πως λειτουργεί αυτό σε επίπεδο που θα απαλλαγεί το υποκείμενο από τις φαντασιακές κυριαρχίες επάνω στη συνείδηση, η οποία δεν υπαγορεύεται αυστηρά και μόνον από ζητήματα λογικής και διανόησης. Εάν υπεισέλθουμε στις πρακτικές εξουσίας, μέσω των οποίων το άτομο συμμορφώνεται με τις εντολές της αυθεντίας βλέπουμε το υποκείμενο να βρίσκει μια ταυτότητα μετερχόμενο μιας φαντασιακής ολοποίησης, επομένως η συμβολική διαμεσολάβηση καθίσταται αναγκαία ως και προς τη Διαφορά.
Στο πείραμα μπορούμε εδώ να δούμε τον κεντρικό μηχανισμό, τον οποίο αναφέρει ο Milgram και που σχετίζεται με την εκτέλεση της επιθυμίας της ετερότητας, του άλλου. Η συμβολική διάσταση θα επιτρέψει την απόσταση από την πραγματική συνθήκη και μια απομάκρυνση από τη φαντασιακή επικυριαρχία επάνω στα υποκείμενα. Όταν ο Milgram μας παραπέμπει σε κοινωνικούς παράγοντες, όπως είναι η έννοια του καθήκοντος, τότε μιλά για ταυτίσεις φαντασιακές και για μια τυφλή ακολουθία των υποκειμένων σε εντολές. Λακανικά οι εντολές αυτές έρχονται ως απαιτήσεις από τον Άλλο, από έξω, καθώς το υποκείμενο λαμβάνει τη γλώσσα από έξω και δεν υπάρχει ως εγώ, παρά μόνο στο βαθμό που είναι ο Άλλος. Ακριβώς για αυτό φαίνεται να λειτουργεί ως μία ανίκητη δύναμη και εξωτερική. Ανάλογα με τη δομή του υποκειμένου και με βάση το ιδεώδες του εγώ και το εγώ ιδεώδες, κάποια υποκείμενα στο πείραμα θα απολογηθούν στον πειραματιστή γιατί δεν ήταν τόσο ικανά όσο θα ήθελαν, ενώ έχουν ακολουθήσει όλες τις εντολές του επακριβώς. Δεν χρειάζεται κανείς να είναι ψυχαναλυτής για να δει τις ταυτίσεις εδώ.
Όταν ο Milgram γράφει για την ένταξη της μονάδας στο σύστημα, τότε χρησιμοποιεί την κυβερνητική. Εάν το λάβουμε ψυχαναλυτικά προς ερμηνεία, θα μπορούσαμε να πούμε πως η πρώτη σχέση του υποκειμένου με τη μητέρα, λειτουργεί και ως βάση για τις επόμενες σχέσεις σε πλαίσια κοινωνικού δεσμού. Επειδή η πρωταρχική αυτή φαντασιακή σχέση αντανακλάται και αναπαράγεται ασυνείδητα, εφεξής το υποκείμενο εμπλέκεται σε φαντασιακές αποχρώσεις που θα δώσει στις κατοπινές σχέσεις αυτές, στις οποίες η ετερότητα ως ξέχωρη δεν υφίσταται, παρά μόνον ως διπλότυπο του υποκειμένου, ως α, είτε ως φίλος είτε ως εχθρός μέσα από φαντασιακή πόλωση Ερωτομίσους…
Η συμβολική διάσταση θα επιτρέψει και τη μετουσίωση της δομικής έλλειψης των υποκειμένων, την οποία σωστά ο Milgram αποδίδει στον βιολογικό εξοπλισμό αρχικά, αλλά αυτή η έλλειψη αντανακλάται και σε επίπεδο ψυχικού οργάνου. Μέσα από το Συμβολικό υπάρχει η δυνατότητα να λειτουργεί η πνευματική δύναμη έτσι ώστε να αποτρέπει τα ορμικά πεπρωμένα, τα οποία προς χάριν της επιβίωσης δεν εξαλείφονται ποτέ εντελώς. Η βία μπορεί έτσι να ερμηνευθεί και να αντικατασταθεί από το συμβολικό, ένας φόνος μπορεί να έχει μια συμβολική διαμεσολάβηση και να μην είναι «αναγκαίος» είτε μονόδρομος. Το Συμβολικό και ο Λόγος, δύνανται να λειτουργήσουν, αποτρεπτικά ως προς την βία, αντικαθιστώντας την με άλλες μορφές τιμωρίας.
Ίσως, δεν έχει γίνει ακόμη δεδομένο, για κάθε κοινωνικό δεσμό, ωστόσο η πολιτισμική επέλαση έχει επισυμβεί λόγω ακριβώς της μείωσης των απωθήσεων και των απαρνήσεων των υποκειμένων. Άλλωστε μια μείωση των φαντασιακών απαιτήσεων για απόλαυση, καθιστά το συμβολικό πέρασμα ένα μονοπάτι εξαύλωσης της βίας και υπέρ του πολιτισμού και της κοινωνίας. Εφόσον δεν υπάρχουν μόνιμες λύσεις και ειδικά στο πρόβλημα της βίας, μπορεί να συνεισφέρει στο να ισορροπούμε αρμονικά μέσα σε έναν κόσμο που η τεχνολογία και η ίδια η αντικειμενική διαδικασία της ζωής, προκαλούν τον κατακερματισμό της Διαφοράς σε πολλές, μικρές, τεχνητές διαφορές, ενώ η φαντασιακή πόλωση καθίσταται πιο πρόσφορη προς χρήσιν κι ευκολία της εκάστοτε εξουσίας. Μαζέψτε νερό! έλεγε ο ποιητής, θα έρθει ξηρασία. Εγρήγορση καθώς η βία δεν σταματά εκεί που αρχίζει ο λόγος, αλλά εμπεριέχεται κι εντός του. Δεν μπορούμε ούτε να αποτρέψουμε την εξουσία, ούτε τον Λόγο, τότε, ποιος θα φυλάει τους φύλακες;
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
Λακάν, Ζ. Το Σεμινάριο βιβλίο ΧΙ.Οι τέσσερις θεμελιακές έννοιες της ψυχανάλυσης.Κέδρος
Lacan,J.(2006). Le Seminaire XVI: D’un Autre a l’autre.Seuil
Milgram, S. (2009 reprint).Obedience to authority.Harper Perennial Modern Classics.
Milgram, S. (1965). Some Conditions of Obedience and Disobedience to Authority.Human Relations.Sage
Milgram, S. 1963). Behavioural study of obedience. Journal of Abnormal and Social Psychology
Σαφουάν, Μ. Λακανιάδα.Κέδρος
Φρόυντ,Σ. Ναρκισσισμός, Φετιχισμός, Μαζοχισμός.Επίκουρος