ΟΙ ΗΔΟΝΕΣ ΚΑΙ Η ΕΝΝΟΙΑ ΤΗΣ ΑΠΟΛΑΥΣΗΣ ΣΤΟΝ ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΗ

Η ηδονή κατά τον Αριστοτέλη είναι στενότατα συνδεδεμένη με τη φύση μας αφού οι άνθρωποι  προτιμούν και επιλέγουν τα ευχάριστα και αποφεύγουν τα δυσάρεστα. Για τον μεγάλο φιλόσοφο η ηδονή είναι κοινή τόσο σε ανθρώπους όσο και στα ζώα, εντούτοις, όμως, δεν είναι το ύψιστο αγαθό, καθόσον δεν την επιλέγουμε ποτέ αυτήν καθεαυτήν. Στον αριστοτελικό συλλογισμό, η ηδονή εξαρτάται αξιακά από την ενέργεια που την προκαλεί και υπάρχει μια σχέση συμπληρωματικότητας εκ μέρους της ηδονής, που συμπληρώνει κατά φυσικόν τρόπο την ενέργεια καθώς ένας άνθρωπος ενάρετος αισθάνεται ηδονή καθόσον πραγματώνει το αγαθό και το ωραίο. Ωστόσο η κάθε ηδονή δεν είναι άξια προτίμησης ούτε επιλογής και κάποιες ηδονές είναι επιθυμητές καθεαυτές, παρότι δεν συνιστούν αυτοσκοπό. Ο Αριστοτέλης παραδέχεται πως οι άνθρωποι επιδιώκουν την ευδαιμονία, ένα αγαθόν, που, όμως, επιδιώκεται προς χάριν του ιδίου. Σχετικά με την φυσική προέλευση της ηδονής από το σώμα και τον ισχυρισμό ότι η ηδονή είναι επάνοδος στη φυσική μας κατάσταση, ο Αριστοτέλης θα πει πως το σώμα δεν την αισθάνεται κι επομένως διόλου δεν σχετίζεται με τη φυσική μας κατάσταση. Ένας τέτοιος ισχυρισμός εξηγείται εύκολα σε αναφορά προς τις χαρές και τις λύπες που σχετίζονται με τη λήψη της τροφής και αναφέρεται στην έλλειψη, λέγοντας πως εφόσον οι άνθρωποι αρχικά την αισθανθούν, τότε νιώθουν δυσαρέσκεια για αυτό και ευχαριστιούνται με την αναπλήρωση. Αυτό, όμως, δεν συμβαίνει με όλες τις ηδονές και τα σχετικά παραδείγματα που παραθέτει αφορούν στη μάθηση και τη γνώση αφού εκεί δεν υπάρχει κάποιου είδους έλλειψη, ώστε να υπάρξει αναπλήρωση μέσω της γνώσεως και της μαθήσεως. Επιπροσθέτως ο φιλόσοφος διακρίνει τις ηδονές σε καλές και επονείδιστες, όπου ορισμένοι παίρνουν ηδονή από άσχημα πράγματα, οπότε υπάρχουν και επονείδιστες ηδονές.

Τι είναι, όμως, η ηδονή και ποια τα χαρακτηριστικά της; Ο Αριστοτέλης παρομοιάζει την ηδονή με την όραση, η οποία είναι τέλεια και δεν της λείπει τίποτε, το οποίο αν προστίθετο εκ των υστέρων θα ολοκλήρωνε την ουσία της. «Ομοίως και η ηδονή είναι ένα ενιαίο Όλον και σε καμία περίπτωση δεν θα μπορούσε να έχει κανείς μια ηδονή, η οποία αν διαρκούσε περισσότερο θα ήταν μεγαλύτερη». Ακριβώς για αυτό η ηδονή δεν είναι κίνηση, αφού κάθε κίνηση διεκπεραιώνεται μέσα στον χρόνο και έχει έναν τελικό στόχο, η επίτευξη του οποίου καθιστά τέλεια την κίνηση. Η ηδονή, όμως, πραγματώνεται εδώ και τώρα, κάτι που την διαφοροποιεί από την κίνηση, επομένως η ηδονή είναι ενιαία και τέλεια. Επισπρόσθετα, όπως η όραση έχει το αντικείμενό της, το ίδιο συμβαίνει και με την ηδονή και ο Αριστοτέλης θεωρεί πως την ηδονή την κάνει τέλεια το αντικείμενό της, όταν αυτό είναι επιγινόμενο τέλος, ακριβώς όπως στην ακμή της ηλικίας επιγίνεται η ομορφιά. Ακόμη συνδέει την ηδονή με τη ζωή, αιτιολογώντας πως όλοι οι άνθρωποι επιδιώκουν την ηδονή, επειδή όλοι τους επιθυμούν τη ζωή: «Η ηδονή κάνει τέλειες τις ενέργειες, άρα και την ίδια τη ζωή». Το ερώτημα αν κυνηγούμε την ηδονή για χάρη της ζωής ή τη ζωή για χάρη της ηδονής, το αφήνει κατά μέρος, αφού η ζωή και η ηδονή δεν επιδέχονται διαχωρισμό. Ωστόσο διακρίνονται οι ενέργειες της διάνοιας από εκείνες της αισθήσεως και δεν ταυτίζονται.

Ο Αριστοτέλης θα διακρίνει ακόμη τις ηδονές σε οικείες και ξένες, όπου η οικεία ηδονή είναι εκείνη που αυξάνει την ενέργεια, λόγου χάρη αν μου αρέσουν τα μαθηματικά, θα έχω μια τάση προς ενασχόληση με περισσή ευχαρίστηση με αυτά. «Η ηδονή συντελεί στην αύξηση της ενέργειας και ό,τι συντελεί στην αύξηση ενός πράγματος, είναι οικείο σε αυτό». «Η ηδονή που είναι οικεία στην ενάρετη ενέργεια είναι καλή κι αυτή που είναι οικεία στην κατώτερης αξίας ενέργεια είναι κακή (ακριβώς όπως οι επιθυμίες των ωραίων πραγμάτων είναι άξιες επαίνου, ενώ οι επιθυμίες των άσχημων πραγμάτων είναι άξιες ψόγου».

Οι ηδονές, όμως, που συνοδεύουν τις ενέργειες, είναι σε μεγαλύτερο βαθμό οικείες προς αυτές, από ότι είναι οι επιθυμίες, γιατί οι επιθυμίες είναι από την άποψη τόσο του χρόνου, όσο και της φύσης τους, χωρισμένες από τις ενέργειες. Η ηδονή δεν φαίνεται να είναι νοητική ή αισθητική ενέργεια. Οι ηδονές διακρίνονται σε ανώτερες, νοητικές, αλλά και σε κατώτερες, αισθητικές. Λογικά θα έπρεπε να περιμένουμε ότι στο ίδιο είδος, όπως είναι το ανθρώπινο, προσιδιάζουν οι ίδιες ηδονές, αλλά εν προκειμένω αυτό δεν συμβαίνει. Τα ίδια πράγματα που κάποιοι βρίσκουν μισητά, σε άλλους πάλι είναι αρεστά. Το ότι σε ορισμένους αρέσουν δυσάρεστα πράγματα, ο Αριστοτέλης το αποδίδει σε φθορές και σε βλάβες: στην πραγματικότητα τα πράγματα αυτά είναι αρεστά μόνον σε εκείνους που είναι σε αυτήν την κατάσταση. Έτσι, οι ηδονές αυτές προσιδιάζουν μόνον σε διεφθαρμένους ανθρώπους.

Στο έκτο μέρος και στο κεφάλαιο Κ των Ηθικών Νικομαχείων, ο Αριστοτέλης θα ορίσει την ευδαιμονία ως τελικό σκοπό όλων των ανθρώπινων πραγμάτων, διαχωρίζοντας την, όμως, από την έξη. «Διότι αν ήταν έξη, τότε ευδαίμων θα ήταν κι ένας άνθρωπος που σε όλην του τη ζωή θα κοιμόταν ή ακόμη και κάποιος δυστυχισμένος. Όμως την ευδαιμονία την επιλέγει κανείς αυτήν καθεαυτήν και είναι αυτάρκης. Τέτοιες ενέργειες είναι μόνον οι σύμφυτες με την αρετή πράξεις και στις οποίες συμπεριλαμβάνονται και οι ψυχαγωγικές ασχολίες, τις οποίες οι άνθρωποι επιλέγουν για ευχαρίστηση». Ο Αριστοτέλης διακρίνει την ηδονή από την ευχαρίστηση και ακόμη διαχωρίζει τις ηδονές των ελεύθερων ανθρώπων από τις σωματικές ηδονές, δίνοντας πάντοτε σαφές προβάδισμα στις ενέργειες της αρετής. Πολύτιμα θα πει είναι τα πράγματα που είναι τέτοια για τον σημαντικό και αξιόλογο άνθρωπο, επομένως η αρετή είναι υψίστης σπουδαιότητος.

«Ευδαίμων βίος, λοιπόν, είναι ο σύμφωνος με την αρετή βίος, ο οποίος συνοδεύεται από κόπο και σοβαρές ενασχολήσεις κι έτσι τα σοβαρά πράγματα είναι καλύτερα από τα πράγματα που προκαλούν γέλιο και σχετίζονται με την διασκέδαση. Τις σωματικές ηδονές άλλωστε, τις απολαμβάνουν ακόμη και οι δούλοι». Επομένως η πνευματική ενέργεια καθίσταται ανώτερη από όλες τις άλλες, πρωτίστως επειδή είναι πνευματικής φύσεως και επιπροσθέτως επειδή είναι η πιο συνεχής από όλες τις ενέργειες. «Μπορούμε να επιδιδόμαστε στις πνευματικές ενασχολήσεις συνεχώς και πιο συχνά από οποιαδήποτε άλλη πράξη». Εδώ ο Αριστοτέλης θα πει πως η ευδαιμονία πρέπει να είναι ανάμεικτη με την ευχαρίστηση και την απόλαυση και κατά τον συλλογισμό αυτόν, η φιλοσοφική ενέργεια είναι αυτή η πιο ευχάριστη, λόγω της καθαρότητάς, της σταθερότητάς και της διάρκειας της. Η ζωή σύμφωνα με τον Αριστοτέλη είναι πιο ευχάριστη σε αυτούς που κατέχουν τη γνώση παρά σε εκείνους που την επιδιώκουν αφού οι τελευταίοι διακρίνονται από έλλειψη και άρα από απόπειρες αναπλήρωσης τινός κενού.

Η αυτάρκεια για τον Αριστοτέλη συνδέεται με τη γνώση και συνακόλουθα την φιλοσοφική ενέργεια την επιλέγουμε μόνο για αυτό που είναι κι όχι για κάτι άλλο, καθώς δεν προκύπτει κάτι επιπρόσθετο από αυτήν. Ακολουθεί ως δεύτερη στη σειρά ευδαιμονίας η σύμφωνη με τις άλλες αρετές ζωή. Για τον Αριστοτέλη το σώμα και η ηθική αρετή βρίσκονται σε σχέση με τα πάθη. Επειδή εξάλλου και οι ηθικές αρετές –που εξαρτώνται από  τη φρόνηση – είναι συνδεδεμένες με τα πάθη, κατά τον Αριστοτέλη, πρέπει να ανήκουν στη σύνθετη φύση μας. Εφόσον αυτές οι αρετές, της σύνθετης φύσης μας, προσιδιάζουν απολύτως στον άνθρωπο, άρα και η σύμφωνη με αυτές ευδαιμονία. Αντίθετα οι αρετές του νου υπάρχουν ξεχωριστά από το σώμα.

Η ευδαιμονία δεν ανήκει στα ζώα, καθώς δεν δύνανται να συμμετέχουν στον φιλοσοφικό στοχασμό και επομένως μόνον ο άνθρωπος μπορεί να μετέχει σε μια τέτοια θεική ενέργεια. Η ευδαιμονία, λοιπόν, καθίσταται ένα είδος φιλοσοφικού στοχασμού, γιατί αυτός από μόνος του είναι κάτι μεγάλης αξίας. Ο άνθρωπος που ενεργεί σύμφωνα με το νου, υπηρετόντας και φροντίζοντάς τον, ο άνθρωπος αυτός φαίνεται στον Αριστοτέλη πως είναι σε άριστη ψυχική κατάσταση και ιδιαίτερα αγαπητός στους θεούς: «Οι θεοί νοιάζονται για τους ανθρώπους, αρχικά επειδή τους προκαλεί ευχαρίστηση αυτό που είναι στον άνθρωπο το καλύτερο και πιο συγγενικό προς αυτούς. Ακόμη ανταμείβουν την αγάπη των ανθρώπων για το νου, επειδή τους βλέπουν να νοιάζονται για τα πράγματα που είναι αγαπητά στους ίδιους κι επειδή οι άνθρωποι αυτοί κάνουν ωραίες και σωστές πράξεις».

Οπότε ο φιλόσοφος είναι ιδιαίτερα αγαπητός στους θεούς και ως τέτοιος, είναι φυσικό να είναι και εξαιρετικά ευδαίμων. Αντίθετα, οι φαύλοι, είναι καμωμένοι από τη φύση τους να υποτάσσονται, όχι στην αιδώ και στην τιμή, αλλά στο φόβο. Οι άνθρωποι αυτοί μένουν μακριά από τα τιποτένια πράγματα, όχι γιατί αυτά φέρνουν ντροπή, αλλά γιατί επισύρουν τιμωρίες. Ζώντας κατά τις επιταγές του πάθους κυνηγούν τις ηδονές που ταιριάζουν στη φύση τους και επιδιώκουν τα μέσα με τα οποία θα τις εξασφαλίσουν, ενώ αποφεύγουν τις αντίθετες λύπες. Δεν έχουν ιδέα τι είναι το ωραίο και το αληθινά ευχάριστο, μιας και αυτά δεν τα γεύτηκαν ποτέ. Τέτοιας λογής άνθρωποι προβληματίζουν τον Αριστοτέλη, ο οποίος διερωτάται ποιοι λόγοι και τι τάξεως θεωρητικοί λόγοι θα μπορούσαν να τους αλλάξουν και να τους διορθώσουν αυτούς τους ανθρώπους; Οι φαύλοι ακολουθούν ακριβώς την ηδονή, επειδή απομακρύνει την οδύνη και η επανάληψη αυτή τους κάνει ακόλαστους.

Ο Αριστοτέλης πιστεύει πως ακριβώς επειδή οι άνθρωποι πειθαρχούν υπό το φόβο της απειλής ή τιμωρίας, όπως και τα ζώα στα υποζύγια, θεωρεί πως όταν η πατρική προσταγή, δεν έχει την απαιτούμενη δύναμη να εξαναγκάσει, τότε μονάχα ο Νόμος ενέχει αυτήν τη δυνατότητα. Κι ενώ οι άνθρωποι μισούν αυτούς που αντιτίθενται στις επιθυμίες τους, ο Νόμος δεν προκαλεί το μίσος ορίζοντας το σωστό καθολικά. Εάν κάτι τέτοιο δεν γίνεται με τους νόμους, τότε μέσα στο σπίτι οφείλει να πράξει ανάλογα ο πατέρας, καθώς οι εντολές του βασιλεύουν στο σπίτι και τα παιδιά δείχνουν μια φυσική αγάπη και διάθεση υπακοής προς τον πατέρα τους. Ασφαλώς, όμως, κι εκείνος που με την κατάλληλη φροντίδα θέλει να κάνει καλύτερους τους ανθρώπους, είτε αυτοί είναι λίγοι, είτε πολλοί, πρέπει να προσπαθήσει να ανταπεξέλθει αποκτώντας τις ικανότητες του νομοθέτη, αν είναι αλήθεια βέβαια, ότι καλοί άνθρωποι γινόμαστε μέσω των νόμων.

Έτσι, λοιπόν, για τον Αριστοτέλη η ευδαιμονία είναι το υπέρτατο αγαθό, ό,τι πιο ωραίο και πιο ευχάριστο, συνδυάζοντας ευχαρίστηση και απόλαυση, η οποία είναι ενέργεια της ψυχής και κατά αρετήν τελεία. Η δε ευχαρίστηση, συνίσταται σε μία κατάσταση της ψυχής, έτσι ο κάθε άνθρωπος αγαπά κάτι κι αυτό που του είναι ευχάριστο. Υπάρχουν, όμως, αγαθά των οποίων η έλλειψη σπιλώνει την ευδαιμονία, όπως είναι η ομορφιά, η ευγενική καταγωγή και η τύχη.  Επομένως δεν χρειάζεται μόνον η αρετή, αλλά και μια τέλεια ζωή. Οπότε ευδαίμων είναι ο άνθρωπος που ενεργεί σύμφωνα με την τέλεια αρετή, έχοντας στη διάθεση του σε ικανοποιητικό βαθμό και τα εξωτερικά αγαθά, όχι για κάποιο χρονικό διάστημα, αλλά στη διάρκεια μιας τέλειας ζωής. Ακόμη θα πει ο Αριστοτέλης πως την ευδαιμονία δεν την επαινούμε, αλλά τη μακαρίζουμε ως κάτι το θεικό, επισημαίνοντας έτσι την επουράνια συμβολή.

Το βασικό δεδομένο του Αριστοτέλους έχει να κάνει με μια συμπερίληψη της ηδονής στη φύση των ανθρώπων, αναγνωρίζοντας και το ρόλο της στη ζωή, ωστόσο η υπαγωγή στον λόγο είναι αυτή που θα οριοθετήσει της ηδονές και τις σωματικές απολαύσεις έναντι των διανοητικών αρετών. Η ακολασία και η σωφροσύνη, όπως άλλωστε η  ακρασία και η εγκράτεια ανάγονται σε έξεις, δηλαδή σε δυνάμεις προσκείμενες στις σωματικές απολαύσεις.Ο φιλόσοφος της μεσότητος μας υποδεικνύει τη σωφροσύνη αναμεταξύ της ελλείψεως και της υπερβολής. Υπ-άρχει το σώμα, αλλά η ψυχή μετέχει του λόγου. Ένα μέρος της είναι άλογο, το άλλο είναι έλλογο. Το φυτικό μέρος της ψυχής δεν μετέχει στον λόγο, ενώ το επιθυμητικόν ή ορεκτικό μέρος, πειθαρχεί και υπακούει στον λόγο.

Όταν ο άνθρωπος είναι εγκρατής, μας λέγει ο Αριστοτέλης, τότε αναφερόμαστε σε εκείνο το μέρος της ψυχής που φέρει το λόγο, διότι αυτός ενεργεί σωστά και προτρέπει στο καλύτερο. Τόσο στον εγκρατή, όσο και στον μη εγκρατή, υπάρχει θα μας πει, μια άλλη δύναμη, που αντιμάχεται το λόγο και μάλιστα του αντιστέκεται. Έτσι συμβαίνει και στην ψυχή, όμως δεν βλέπουμε το ξεστράτισμα της ψυχής, παρά μόνον τα παραστρατήματα του σώματος. Για τον Αριστοτέλη το άρχον στοιχείο της ψυχής είναι ο λόγος και συνεπώς το επιθυμητικόν στοιχείο θα πρέπει να βρίσκεται σε συμφωνία με το λόγο, ο οποίος θα συμμορφώνει και θα συνετίζει τις άλογες πλευρές της ψυχής.

Το ιδανικό και ζητούμενο εδώ στον αριστοτελικό συλλογισμό, σχετίζεται ακριβώς με την μεσότητα, άρα την εγκράτεια, η οποία αναλαμβάνει ρυθμιστικό ρόλο μεταξύ των έλλογων και των άλογων πλευρών της ψυχής. Η υπερβολή κατακρίνεται και φέρεται να αρμόζει στους φαύλους, τους δούλους και τα ζώα. Ο άνθρωπος, όμως, μπορεί να τιθασεύει τις άλογες επιθυμίες του και να τις θέτει σε διανοητικό έλεγχο. Υπάρχει έτσι ο εγκρατής και ο σώφρων άνθρωπος, εκ των δύο υπερέχει σαφώς ο σώφρων, καθώς ο εγκρατής συγκρατείται, ενώ διακατέχεται από κακές επιθυμίες, κάτι που φυσικά στον σώφρωνα δεν συμβαίνει.

Εξάλλου οι ηδονές παρουσιάζονται ως εμπόδια ως προς τις αρετές και τη φρόνηση. Ο Αριστοτέλης εκτιμά ιδιαίτερα τη φρόνηση, εις την οποίαν, όμως, αντιτίθενται οι ηδονές των σωματικών απολαύσεων. Παραδέχεται, όμως, πως υπάρχουν ηδονές που οδηγούν σε φυσικές συνήθειες και προκαλούν ενέργεια, άρα δράση κι όπως προαναφέρθηκε ο μεγάλος φιλόσοφος ταυτίζει τις ηδονές και με την ίδια την διαδικασία της ζωής. Κάθε αίσθηση παρέχει ηδονές, αλλά ηδονή προσκομίζουν και οι διανοητικές συνήθειες, όπως ο λογικός και ο φιλοσοφικός στοχασμός. Αυτές, όμως, οι ενέργειες και διανοητικές ενασχολήσεις παρέχουν ευχαρίστηση και την απόλαυση μιας άλλης τάξεως ως την αντιλαμβάνομαι ηδονή, κάτι τέτοιο φαίνεται να υποδεικνύει ο φιλόσοφος, εφόσον διαχωρίζει τις αρετές του νου από του σώματος. Ο Αριστοτέλης αναγνωρίζει τρεις τρόπους βίου, ο ένας με επίκεντρο την ηδονή, ο έτερος με αναφορά στην πόλη και ο τρίτος είναι ο μεικτός βίος, όπως διαβάζουμε και στον πρώτο τόμο των Ηθικών Νικομαχείων. Η ψυχή έχει δε τρία γινόμενα, τα πάθη, τις δυνάμεις και τις έξεις, εκ των οποίων τα πάθη συνιστούν τις άλογες παρορμήσεις και οι αρετές είναι έξεις. Οι αρετές χωρίζονται με τη σειρά τους σε διανοητικές και ηθικές. Οι διανοητικές περιλαμβάνουν τη σοφία, την αντιληπτότητα και τη φρόνηση, ενώ οι ηθικές την ελευθεριότητα και τη σωφροσύνη. Στον Αριστοτέλη η ευδαιμονία επιτυγχάνεται σύμφωνα με την τέλεια αρετή, έχοντας στη διάθεση του κάποιος σε ικανοποιητικό βαθμό και τα εξωτερικά αγαθά, όχι για κάποιο χρονικό διάστημα, αλλά στη διάρκεια μιας τέλειας ζωής και μέσω και της θεικής συμβολής. Για τον φιλόσοφο ο ιδανικός βίος είναι ένας μεικτός βίος, που σχετίζεται άμεσα με την μεσότητα, η οποία είναι η αρετή μεταξύ της υπερβολής και της ελλείψεως. Στον Αριστοτέλη η ηδονή είναι αδιαμφισβήτητη και εάν υπάρχει κάτι το θείο και στον άνθρωπο, αυτό είναι το ότι αποτελεί μέρος της φύσης. Το ηθικό πρόβλημα παραμένει εκείνο του υπέρτατου αγαθού και η ηδονή σχετίζεται άμεσα με την διανοητική οικονομία της ηθικής.

 

Κωνσταντίνος Στεργιόπουλος